- υδρογονωτικός
- -ή, -ό, Ν [υδρογόνωση]1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρογόνωση2. φρ. α) «υδρογονωτική διύλιση» ή «υδρογονωτική κατεργασία»(χημ. -τεχνολ.) το σύνολο τών διεργασιών καθαρισμού με επίδραση υδρογόνου, οι οποίες εφαρμόζονται κατά τα διάφορα στάδια διύλισης τού αργού πετρελαίου, καθώς και τής κατεργασίας τών υδρογονανθράκων βάσης οι οποίοι παράγονται από τις πετροχημικές βιομηχανίεςβ) «υδρογονωτική πυρόλυση»(χημ.-τεχνολ.) τεχνική πυρόλυσης πραγματοποιούμενη υπό την επίδραση υδρογόνου, η οποία επιτρέπει τη μετατροπή ενός κλάσματος τού αργού πετρελαίου σε μια σειρά από ελαφρότερα προϊόντα.
Dictionary of Greek. 2013.